- Θετταλός
- Θεσσαλόςshoemasc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θετταλός — Θετταλός, ὁ (Α) βλ. Θεσσαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. τού Θεσσαλός*] … Dictionary of Greek
Θέτταλος — Θέσσαλος , Θέσσαλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… … Dictionary of Greek
ДАМАСКИН ФЕССАЛИЕЦ — [греч. Ϫαμασκηνὸς ὁ Θετταλός] (1688 1773?), мон. Иверского мон ря на Афоне, учитель пения, распевщик. В исторических источниках и певч. сборниках назван «фессалиец родом, монах из Ивирона», кроме того, упоминается и как «Дамаскин», «Дамаскин… … Православная энциклопедия